σπατάλημα

σπαταλός

σπατίλη
σπαταλός, ός, όν [ᾰᾰ]
1 sensuel, débauché, Anth. 5, 27 ||
2 luxuriant, en parl. de végétation, Anth. 5, 18.
Étym. σπατάλη.