σπαταλός

σπατίλη

Σπατῖνος
σπατίλη, ης () [ᾰῑ] excrément liquide, Hpc. Acut. 388 ; particul. excrément de l’homme, Ar. Pax 48 ; DC. 46, 5.
Étym. σπάω.