σπέος

σπέραδος

Σπερθίης
σπέραδος, εος-ους (τὸ) [] semence, Nic. Th. 649, Al. 330 ||
E Dat. pl. épq. σπεράδεσσιν, Nic. Al. 134.
Étym. σπείρω.