σπερματισμός

σπερματῖτις φλέψ

σπερματολογέω-ῶ
σπερματῖτις φλέψ () veine séminale ou spermatique, Syennes. (Arstt. H.A. 3, 2, 15) ; Clém. 126.
Étym. σπέρμα.