σπερμάτιον

σπερματισμός

σπερματῖτις φλέψ
σπερματισμός, οῦ () []
1 semis de plantes, Th. 7, 5, 3 ||
2 fécondation, Spt. Lev. 18, 23.
Étym. σπερματίζω.