σφενδόνη

σφενδόνησις

σφενδονήτης
σφενδόνησις, εως () action de lancer avec la fronde, d’où coup de fronde, Hpc. Fract. 751 ; Plat. Leg. 794c ; Apd. pol. 15c.
Étym. σφενδονάω.