σφενδονοειδής

σφεός

σφετερίζω
σφεός, ά, όν, épq. :
1 pour σφέτερος, A. Rh. 1, 872 ||
2 pour ἑός, Alcm. 31 ||
3 pour ὑμέτερος, Alcm. 30.