σφραγίδιον

σφραγιδονυχαργοκομῆται

σφραγίζω
σφραγιδ·ονυχ·αργο·κομῆται, ῶν (οἱ) [ᾱῑῠ] paresseux qui ne s’occupent que de leurs bagues et de leurs ongles, Ar. Nub. 331.
Étym. σφραγίς, ὄνυξ, ἀργός, κομέω.