σφός

σφραγίδιον

σφραγιδονυχαργοκομῆται
σφραγίδιον, ου (τὸ) [ᾱῑδ] dim. de σφραγίς, Ar. Th. 427 ; Th. Lap. 8, 18, 23 ; Plut. M. 462d.