σφριγώδης

σφυγματώδης

σφυγμικός
σφυγματώδης, ης, ες [] agité de pulsations, Hpc. Art. 805 ; Plat. Ax. 368d ; subst. τὸ σφυγματῶδες, Plut. M. 1088d, le mouvement des pulsations.
Étym. *σφύγμα, c. σφυγμός, -ωδης.