σφυγματώδης

σφυγμικός

σφυγμικῶς
σφυγμικός, ή, όν, qui concerne le mouvement du pouls, Némés. N.H. 24, 26 ; subst. τὸ σφ. Némés. N.H. 22, mouvement du pouls.
Étym. σφυγμός.