σπλαγχνοσκοπία

σπλαγχνοτόμος

σπλαγχνοφάγος
σπλαγχνο·τόμος, ος, ον, qui découpe les entrailles de la victime, Hégésandre (Ath. 147a).
Étym. σπλ. τέμνω.