σπλαγχνόπτης

σπλαγχνοσκοπία

σπλαγχνοτόμος
σπλαγχνο·σκοπία, ας () examen des entrailles, Hermias Plat. Phædr. p. 109.
Étym. σπλ. -σκοπος de σκέπτομαι.