σπουδαιολογέω-ῶ

σπουδαιολόγως

σπουδαιόμυθος
σπουδαιολόγως, adv. en un langage sérieux, Phil. 1, 218,.
Étym. *σπουδαιολόγος, de σπουδαῖος, λέγω.