σπουδαῖος

σπουδαιότης

σπουδαίως
σπουδαιότης, ητος ()
1 en parl. de pers. soin, diligence, empressement, Plat. Def. 412e ||
2 en parl. de choses, bonne qualité, DS. 1, 93.
Étym. σπουδαῖος.