σπουδαρχία

σπουδαρχιάω-ῶ

σπουδαρχίδης
σπουδαρχιάω-ῶ, c. σπουδαρχέω, Arstt. Pol. 5, 5, 10 ; DC. 36, 22, etc.
Étym. σπουδαρχία.