σπουδαρχίδης

σπούδασμα

σπουδαστέος
σπούδασμα, ατος (τὸ)
1 objet de soin, de zèle, Plat. Phædr. 249d ||
2 œuvre faite avec soin, Arr. An. 7, 7, 13 ; Sext. P. 3, 279.
Étym. σπουδάζω.