σταφιδόω-ῶ

σταφίς

σταφυλάγρα
σταφίς, ίδος () [ᾰῐδ] raisin sec, raisiné, Thcr. Idyl. 27, 9 ; Anth. 5, 304, 1 ; Nic. Th. 943 ; Diosc. 3, 55 ; 4, 156 ; 5, 4, etc.