σταφίς

σταφυλάγρα

σταφυλεπάρτης
σταφυλ·άγρα, ας () [ᾰῠ] pince pour saisir la luette, Hpc. 21, 20 ; P. Eg. 6, 31.
Étym. σταφυλή, ἄγρα.