Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στασιοποιέω-ῶ
στασιοποιΐα
στασιοποιός
στασιοποιΐα,
ας
(
ἡ
) [
τᾰ
] action d’exciter une sédition,
Olympiod.
(
Bkk.
p. 1419
).
Étym.
στασιοποιός
.