Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στασιοποιΐα
στασιοποιός
Στάσιππος
στασιο·ποιός,
ός, όν
[
τᾰ
] qui excite une sédition,
Jos.
Vit.
27
.
Étym.
στάσις, ποιέω
.