Στασίχορος

στασιώδης

στασίωρον
στασιώδης, ης, ες :
1 séditieux, factieux, Arstt. Probl. 30, 11, 3 ; τὸ στασιῶδες, Pol. 1, 9, 6, caractère séditieux ||
2 querelleur, Xén. Mem. 2, 6, 4 dout. ||
Sup. -έστατος, DH. 8, 15.
Étym. στάσις, -ωδης.