σταθμοῦχος

σταθμόω-ῶ

σταθμώδης
σταθμόω-ῶ, seul. moy. (inf. ao. σταθμώσασθαι) c. σταθμάω, Hdt. 3, 15 ; 4, 58 ; 7, 11, 214, 237.