σταυροφανῶς

σταυροφόρος

σταυρόω-ῶ
σταυρο·φόρος, ος, ον, qui porte une croix, Anth. 8, 146 ; Bas. 3, 625 ; Naz. 4, 71 edd. Migne.
Étym. στ. φέρω.