στεμφυλίς

στεμφυλῖτις

στέμφυλον
στεμφυλῖτις, ίτιδος [ῠῑῐδ] adj. f. réduit en marc ; τρύγες στεμφυλίτιδες, Hpc. 359, 8 ; 497, 8, vin doux fait de marc de raisins récemment pressurés.
Étym. στέμφυλον.