Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στενυγροχωρίη
στενυγρόω-ῶ
Στενύκληρος
στενυγρόω-ῶ,
resserrer, contracter,
Hpc.
1168
f
;
Gal.
9, 392
.
Étym.
στενυγρός
.