Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στενυγρόω-ῶ
στενυγρο·χωρίη,
ης
(
ἡ
)
ion.
espace étroit,
Hpc.
791
g
.
Étym.
στενυγρός, χώρα
;
cf.
στενοχωρία
.