Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στεφανοπλόκος
στεφανοποιός
στεφανόπωλις
στεφανο·ποιός,
οῦ
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰ
] qui fait des couronnes,
Arstt.
M. mor.
2, 7, 30
.
Étym.
στέφανος, ποιέω
.