στεφανοποιός

στεφανόπωλις

στέφανος
στεφανό·πωλις, ιδος () [ᾰῐδ] bouquetière, Arstt. Ath. 14, 4 ; Plut. M. 646e, 972e.
Étym. στ. πωλέω.