στεφανηδόν

στεφανηπλοκέω-ῶ

στεφανηπλόκια
στεφανηπλοκέω-ῶ [] tresser une couronne ou des couronnes, Sapph. fr. 37 Bgk ; Ar. Th. 448 ; Plut. M. 802e ||
E Inf. éol. στεφανηπλόκευν, Sapph. l. c.
Étym. στεφανηπλόκος.