στεφανηπλοκέω-ῶ

στεφανηπλόκια

στεφανηπλόκος
στεφανηπλόκια, ων (τὰ) [φᾰ] lieu où l’on tresse, et, p. suite, où l’on vend des couronnes, Anth. 12, 8.
Étym. στεφανηπλόκος.