Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στεφανηπλόκια
στεφανηπλόκος
Στεφανήπολις
στεφανη·πλόκος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui tresse des couronnes,
Th.
H.P.
6, 8, 1 ;
Plut.
M.
645
f
.
Étym.
στεφάνη, πλέκω
.