Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στερεός
στερεόσαρκος
στερεότης
στερεό·σαρκος,
ος, ον,
qui a la chair ferme,
Hpc.
589, 5
au cp.
στερεοσαρκότερος
.
Étym.
στερεός, σάρξ
.