στραγγάλη

στραγγαλιά

στραγγαλιάω-ῶ
στραγγαλιά, ᾶς () [γᾰ] lacet, cordon pour étrangler, Procl. Ptol. p. 278 ; fig. piège, Spt. Esaï. 58, 6.
Étym. στραγγάλη.