Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στραγγαλόω-ῶ
στραγγεία
στραγγεῖον
στραγγεία,
ας
(
ἡ
) lenteur, tergiversation,
M. Ant.
4, 51
conj.
Étym.
στραγγεύομαι
.