στραγγαλιώδης

στραγγαλόω-ῶ

στραγγεία
στραγγαλόω-ῶ [γᾰ]
1 tordre, Phil. byz. Bel. 57d ; A. Aphr. Probl. 1, 76 ||
2 étrangler, suffoquer, Spt. Tob. 2, 3.
Étym. στραγγάλη.