Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στραγγουριάω-ῶ
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγγουρικός,
ή, όν,
qui concerne la strangurie,
Hpc.
543, 23 ;
Plut.
M.
1089
e
;
τὰ στραγγουρικά,
Hpc.
Coac.
190,
c.
στραγγουρία
.