Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγγῶς
στραγγουριώδης,
ης, ες,
c. le préc.
Hpc.
Epid.
1, 943, 947,
etc.
Étym.
στραγγουρία, -ωδης
.