στρατευσείω

στρατεύσιμος

στράτευσις
στρατεύσιμος, ος, ον [ᾰῐ] propre au service militaire, Xén. Cyr. 1, 2, 4, etc. ; DH. 3, 65 ; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, ceux qui sont en âge de servir.
Étym. στράτευσις.