στρατευτέον

στρατευτικός

στρατεύω
στρατευτικός, ή, όν [] propre au service militaire, propre à faire campagne, Chærém. (Ath. 562f) ||
Sup. -ώτατος, Alex. (Com. fr. 3, 490).
Étym. στρατεύω.