Στρατόδημος

στρατοκῆρυξ

Στρατοκλείδης
στρατο·κῆρυξ, υκος () [ᾰῡκ] héraut d’armée, Spt. 3 Reg. 22, 36 ; Arr. Tact. 10, 4.
Étym. στρ. κῆρυξ.