Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρατιῶτις
Στρατόδημος
στρατοκῆρυξ
Στρατό·δημος,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] Stratodèmos,
h.
Thc.
2, 67
.
Étym.
στρ. δῆμος
.