Στρατόπεδα

στρατοπεδάρχης

στρατοπεδαρχία
στρατοπεδ·άρχης, ου () []
1 commandant d’une armée, Jos. B.J. 2, 19, 4 ; Luc. H. conscr. 22, etc. ||
2 tribun d’une légion, DH. 10, 36.
Étym. στρατόπεδον, ἄρχω.