Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρατοπεδάρχης
στρατοπεδαρχία
στρατοπεδαρχικός
στρατοπεδαρχία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰτ
] charge de tribun d’une légion,
DH.
10, 36
.
Étym.
στρατοπεδάρχης
.