Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρατοπέδευσις
στρατοπεδευτικός
στρατοπεδεύω
στρατοπεδευτικός,
ή, όν
[
ᾰ
] qui concerne le campement
ou
le camp,
Pol.
6, 30, 3
.
Étym.
στρατοπεδεύω
.