στρατοπεδεία

στρατοπέδευσις

στρατοπεδευτικός
στρατοπέδευσις, εως () []
1 action de camper, Xén. Cyr. 8, 5, 6, et 16 ; Plat. Leg. 813c, Rsp. 526d ||
2 campement, position d’une armée, Xén. Hell. 4, 1, 25 ; p. anal. en parl. d’une flotte, Hdt. 7, 124.
Étym. στρατοπεδεύω.