στρατηΐη

στρατηλασία

στρατηλατέω-ῶ
στρατηλασία, ας () [ᾰᾰ]
1 expédition, campagne, Hdt. 2, 1 ; 4, 105, etc. ; Plut. M. 326c ||
2 armée, Hdt. 8, 140 ||
E Ion. στρατηλασίη, Hdt. ll. cc.
Étym. στρατηλάτης.