στρατηλατέω-ῶ

στρατηλάτης

στρατηλατικός
στρατ·ηλάτης, ου () [ᾰᾰ] chef d’armée, général, Soph. Aj. 1123 ; Eur. Or. 970, Str. 1, 1, 16 ; etc. ; νεῶν, Eschl. Eum. 637 ; Eur. Rhes. 173, chef d’une flotte.
Étym. στρατός, ἐλαύνω.