στρεϐλότης

στρεϐλόχειλος

στρεϐλόω-ῶ
στρεϐλό·χειλος, ος, ον, aux lèvres tortueuses, c. à d. fourbe, Naz. 2, 204 Migne.
Étym. στρεϐλός, χεῖλος.