στρεϐλός

στρεϐλότης

στρεϐλόχειλος
στρεϐλότης, ητος ()
1 détours tortueux, Plut. M. 968a ; fig. Aqu. Prov. 6, 14 ||
2 courbe (d’un glaive) Plut. Mar. 25.
Étym. στρεϐλός.